Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


suggestióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sudʤesˈtjone]

1 συμβουλή
2 προσφορά
3 πρόκληση
4 σύσταση
5 φυσική έλξη
6 σαγήνη
7 ελκυστικότητα
8 εξώθηση
9 πρόταση
10 παρέμφαση
11 εισήγηση
12 υπαινιγμός
13 υποκίνηση
14 υπόδειξη
15 υποβολή πρότασης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  suggestionato suggestività  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

suggestionabile (επίθ.)
suggestionabilità (θηλ.ουσ)
suggestionare (ρ. μτβ.)
suggestionarsi (ρ.μ. (αντων.))
suggestionato (επίθ.)
suggestione (θηλ.ουσ)
suggestività (θηλ.ουσ)
suggestivo (επίθ.)
sughera (θηλ.ουσ)
sugheraio (ουσ αρσ )
sughereta (θηλ.ουσ)
sughereto (ουσ αρσ )
sughericolo (επίθ.)
sughericoltore (ουσ αρσ )
sughericoltura (θηλ.ουσ)
sugherificio (ουσ αρσ )
sughero (ουσ αρσ )
sugheroso (επίθ.)
sugna (θηλ.ουσ)
sugnoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---