Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

menìnge (θηλ.ουσ) menscevìsmo (ουσ αρσ )
meningèo, menìngeo (επίθ.) mensìle (ουσ αρσ )
meningìte (θηλ.ουσ) mensìle (επίθ.)
meningocòcco (ουσ αρσ ) mensilità (θηλ.ουσ)
meningoencefalìte (θηλ.ουσ) mensilménte (επίρ.)
meningoencefalìtico (επίθ.) mènsola (θηλ.ουσ)
menìsco (ουσ αρσ ) mensuralìsmo (ουσ αρσ )
méno (ουσ αρσ ) ménta (θηλ.ουσ)
méno (επίθ.) mentàle (επίθ.)
méno (πρόθ.) mentalità (θηλ.ουσ)
méno (επίρ.) mentalménte (επίρ.)
menomàbile (επίθ.) mentàstro (ουσ αρσ )
menomaménte (επίρ.) ménte (θηλ.ουσ)
menomàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) mentecàtto (ουσ αρσ )
menomarsi (ρ.μ. (αντων.)) mentecàtto (επίθ.)
menomàto (ουσ αρσ ) mentìna (θηλ.ουσ)
menomàto (επίθ.) mentìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
menomazióne (θηλ.ουσ) mentìto (επίθ.)
mènomo (επίθ.) mentitóre (ουσ αρσ )
menopàusa (θηλ.ουσ) mentitóre (επίθ.)
menorragìa (θηλ.ουσ) ménto (ουσ αρσ )
menorràgico (επίθ.) mentolàto (επίθ.)
mènsa (θηλ.ουσ) mentòlo (ουσ αρσ )
menscevìco, menscèvico (ουσ αρσ ) mentonièra (θηλ.ουσ)
menscevìco, menscèvico (επίθ.) mèntore (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: