Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carotène (ουσ αρσ ) carraréccia (θηλ.ουσ)
caròtide (θηλ.ουσ) carràta (θηλ.ουσ)
carotidèo (επίθ.) carreggiàbile (επίθ.)
carovàna (θηλ.ουσ) carreggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
carovanièra (θηλ.ουσ) carreggiàta (θηλ.ουσ)
carovanière (ουσ αρσ ) carréggio (ουσ αρσ )
carovanièro (επίθ.) carrellàre (ρ.αμτβ.)
carovìveri (ουσ αρσ ) carrellàta (θηλ.ουσ)
càrpa (θηλ.ουσ) carrellìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
carpàle (επίθ.) carrèllo (ουσ αρσ )
carpèllo (ουσ αρσ ) carrétta (θηλ.ουσ)
carpenterìa (θηλ.ουσ) carrettàta (θηλ.ουσ)
carpentière (ουσ αρσ ) carrettière (ουσ αρσ )
carpétta (θηλ.ουσ) carrettìno (ουσ αρσ )
càrpine (ουσ αρσ ) carrétto (ουσ αρσ )
càrpio (ουσ αρσ ) carrettóne (ουσ αρσ )
carpionàre (ρ. μτβ.) carriàggio (ουσ αρσ )
carpìre (ρ. μτβ.) carrièra (θηλ.ουσ)
càrpo (ουσ αρσ ) carrierìsmo (ουσ αρσ )
carpologìa (θηλ.ουσ) carrierìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
carpóni (επίρ.) carriòla (θηλ.ουσ)
carràbile (επίθ.) carriolànte (ουσ αρσ )
carradóre (ουσ αρσ ) carrìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
carràia (θηλ.ουσ) càrro (ουσ αρσ )
carràio (ουσ αρσ ) carropónte (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: