Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

terràrio (ουσ αρσ ) terrìcolo (αρσ. επίθ και ουσ)
terrasànta (θηλ.ουσ) terrier (ουσ αρσ )
terraticànte (ουσ αρσ ) terrièro (αρσ. επίθ και ουσ)
terràtico (ουσ αρσ ) terrificànte (επίθ.)
terràzza (θηλ.ουσ) terrificàre (ρ. μτβ.)
terrazzaménto (ουσ αρσ ) terrìfico (επίθ.)
terrazzàno (ουσ αρσ ) terrìgeno (επίθ.)
terrazzàre (ρ. μτβ.) terrìgno (επίθ.)
terrazzàto (επίθ.) terrìna (θηλ.ουσ)
terrazzière (ουσ αρσ ) territoriàle (αρσ. επίθ και ουσ)
terrazzìno (ουσ αρσ ) territorialità (θηλ.ουσ)
terràzzo (ουσ αρσ ) territòrio (ουσ αρσ )
terremotàto (αρσ. επίθ και ουσ) terróne (ουσ αρσ )
terremòto (ουσ αρσ ) terróre (ουσ αρσ )
terréno (ουσ αρσ ) terrorìsmo (ουσ αρσ )
terréno (επίθ.) terrorìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
tèrreo (επίθ.) terrorìstico (επίθ.)
terre rare (θηλ. ουσ πληθ.) terrorizzàre (ρ. μτβ.)
terrèstre (ουσ αρσ και θηλ.) terrorizzàto (επίθ.)
terrèstre (επίθ.) terróso (επίθ.)
terrìbile (επίθ.) tersaménte (επίρ.)
terribilità (θηλ.ουσ) tersézza (θηλ.ουσ)
terribilménte (επίρ.) Tersìcore (κύρ.όν. θηλ.)
terricciàto (ουσ αρσ ) tersìte (ουσ αρσ )
terrìccio (ουσ αρσ ) tèrso (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: