Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόterróre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [terˈrore] ο τρόμος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαavere il terrore = τρομοκρατούμαι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |