Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


terrorìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [terroˈrizmo]

η τρομοκρατία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  terrore terrorista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

territoriale (αρσ. επίθ και ουσ)
territorialità (θηλ.ουσ)
territorio (ουσ αρσ )
terrone (ουσ αρσ )
terrore (ουσ αρσ )
terrorismo (ουσ αρσ )
terrorista (ουσ αρσ και θηλ.)
terroristico (επίθ.)
terrorizzare (ρ. μτβ.)
terrorizzato (επίθ.)
terroso (επίθ.)
tersamente (επίρ.)
tersezza (θηλ.ουσ)
Tersicore (κύρ.όν. θηλ.)
tersite (ουσ αρσ )
terso (επίθ.)
Tertulliano (κύρ.όν. αρσ.)
terza (θηλ.ουσ)
terzana (θηλ.ουσ)
terzarolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---