Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tersézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [terˈsettsa]

καθαριότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tersamente Tersicore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

terroristico (επίθ.)
terrorizzare (ρ. μτβ.)
terrorizzato (επίθ.)
terroso (επίθ.)
tersamente (επίρ.)
tersezza (θηλ.ουσ)
Tersicore (κύρ.όν. θηλ.)
tersite (ουσ αρσ )
terso (επίθ.)
Tertulliano (κύρ.όν. αρσ.)
terza (θηλ.ουσ)
terzana (θηλ.ουσ)
terzarolare (ρ. μτβ.)
terzarolo (ουσ αρσ )
terzetta (θηλ.ουσ)
terzetto (ουσ αρσ )
terziare (ρ. μτβ.)
terziario (αρσ. επίθ και ουσ)
terziatura (θηλ.ουσ)
terziglio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---