Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόterziàrio
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [terˈtsjarjo] 1 τριτοβάθμιος 2 συμβαίνων στη τρίτη βαθμίδα 3 ο της τριταίας εποχής (γεωλογία) 4 τριτογενής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |