Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tesàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [teˈsare]

1 ρυμουλκώ με τεζαρισμένο το σκοινί
2 τεντώνω
3 τεζάρω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tesaggio tesata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

terzultimo (επίθ.)
terzuolo (ουσ αρσ )
tesa (θηλ.ουσ)
tesafili (ουσ αρσ )
tesaggio (ουσ αρσ )
tesare (ρ. μτβ.)
tesata (θηλ.ουσ)
tesatura (θηλ.ουσ)
tesaurizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tesaurizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
tesaurizzazione (θηλ.ουσ)
teschio (ουσ αρσ )
Teseo (κύρ.όν. αρσ.)
tesi (θηλ.ουσ)
tesina (θηλ.ουσ)
tesmoforie (θηλ.ουσ)
teso (επίθ.)
tesoreria (θηλ.ουσ)
tesoriere (ουσ αρσ )
tesoro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---