Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtesaurizzazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [tezawriddzatˈtsjone] 1 αποθησαύριση 2 απόκρυψη αποθεμάτων 3 απόκρυψη χρημάτων ή αποθεμάτων 4 αποθησαύριση 5 απόκρυψη τροφίμων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |