Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtèschio, téschio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛskjo], [ˈteskjo] το κράνιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |