Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tèschio, téschio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛskjo], [ˈteskjo]

το κράνιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tesaurizzazione Teseo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tesata (θηλ.ουσ)
tesatura (θηλ.ουσ)
tesaurizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tesaurizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
tesaurizzazione (θηλ.ουσ)
teschio (ουσ αρσ )
Teseo (κύρ.όν. αρσ.)
tesi (θηλ.ουσ)
tesina (θηλ.ουσ)
tesmoforie (θηλ.ουσ)
teso (επίθ.)
tesoreria (θηλ.ουσ)
tesoriere (ουσ αρσ )
tesoro (ουσ αρσ )
Tespi (κύρ.όν. αρσ.)
Tessaglia (θηλ.ουσ)
tessalico (αρσ. επίθ και ουσ)
tessalo (ουσ αρσ )
tessalo (επίθ.)
tessera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---