Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tessàlico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [tesˈsaliko]

θεσσαλικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Tessaglia tessalo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tesoreria (θηλ.ουσ)
tesoriere (ουσ αρσ )
tesoro (ουσ αρσ )
Tespi (κύρ.όν. αρσ.)
Tessaglia (θηλ.ουσ)
tessalico (αρσ. επίθ και ουσ)
tessalo (ουσ αρσ )
tessalo (επίθ.)
tessera (θηλ.ουσ)
tesseramento (ουσ αρσ )
tesserare (ρ. μτβ.)
tesserarsi (ρ.μ. (αντων.))
tesserato (αρσ. επίθ και ουσ)
tessere (ρ. μτβ.)
tesserino (ουσ αρσ )
tessile (ουσ αρσ και θηλ.)
tessile (επίθ.)
tessitore (ουσ αρσ )
tessitura (θηλ.ουσ)
tessutale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---