Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tessitùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tessiˈtura]

1 έκταση φωνής ή οργάνου (μουσική)
2 πλέξη
3 πλέξιμο
4 υφή
5 υφαντική
6 έκταση φωνής (από την πιο βαθιά μέχρι την πιο ψηλή νότα)
7 ύφανση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tessitore tessutale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tessere (ρ. μτβ.)
tesserino (ουσ αρσ )
tessile (ουσ αρσ και θηλ.)
tessile (επίθ.)
tessitore (ουσ αρσ )
tessitura (θηλ.ουσ)
tessutale (επίθ.)
tessuto (ουσ αρσ )
test (ουσ αρσ )
testa (θηλ.ουσ)
testaceo (επίθ.)
testamentario (επίθ.)
testamento (ουσ αρσ )
testante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
testardaggine (θηλ.ουσ)
testardamente (επίρ.)
testardo (ουσ αρσ )
testardo (επίθ.)
testata (θηλ.ουσ)
testatico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---