Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


testàceo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tesˈtaʧeo]

1 οστρακώδης
2 οστρακόδερμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  testa testamentario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tessitura (θηλ.ουσ)
tessutale (επίθ.)
tessuto (ουσ αρσ )
test (ουσ αρσ )
testa (θηλ.ουσ)
testaceo (επίθ.)
testamentario (επίθ.)
testamento (ουσ αρσ )
testante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
testardaggine (θηλ.ουσ)
testardamente (επίρ.)
testardo (ουσ αρσ )
testardo (επίθ.)
testata (θηλ.ουσ)
testatico (ουσ αρσ )
testatina (θηλ.ουσ)
testatore (ουσ αρσ )
testatrice (θηλ.ουσ)
teste (ουσ αρσ και θηλ.)
testé (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---