Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtèsta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛsta] το κεφάλι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmal [αρσ.] di testa = ο πονοκέφαλος || montarsi la testa = παίρνει το μυαλό μου αέρα || non ha la testa a posto = δεν είναι με τα σωστά του || testa [θηλ.] o croce [αρσ.] = κορώνα ή γράμματα? Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |