Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


testardàggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [testarˈdadʤine]

1 επιμονή
2 πείσμα
3 ισχυρογνωμοσύνη
4 δογματισμός
5 ξεροκεφαλιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  testante testardamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

testa (θηλ.ουσ)
testaceo (επίθ.)
testamentario (επίθ.)
testamento (ουσ αρσ )
testante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
testardaggine (θηλ.ουσ)
testardamente (επίρ.)
testardo (ουσ αρσ )
testardo (επίθ.)
testata (θηλ.ουσ)
testatico (ουσ αρσ )
testatina (θηλ.ουσ)
testatore (ουσ αρσ )
testatrice (θηλ.ουσ)
teste (ουσ αρσ και θηλ.)
testé (επίρ.)
testicolare (επίθ.)
testicolo (ουσ αρσ )
testiera (θηλ.ουσ)
testificare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---