Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtestàrdo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tesˈtardo] 1 πεισματάρης 2 ξερό κεφάλι 3 χοντροκέφαλος 4 στραβοκέφαλος 5 ισχυρογνώμονας 6 σκληροκέφαλος 7 ξεροκέφαλος 8 ισχυρογνώμων testàrdo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [tesˈtardo] πεισματάρης (-α, -ικο), ισχυρογνώμων (-ουσα, -ον), αγύριστο κεφάλι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |