Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


testimòne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [testiˈmɔne]

ο μάρτυρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  testificare testimoniale  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


testimone [αρσ.] oculare = αυτόπτης μάρτυρας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

testé (επίρ.)
testicolare (επίθ.)
testicolo (ουσ αρσ )
testiera (θηλ.ουσ)
testificare (ρ. μτβ.)
testimone (ουσ αρσ )
testimoniale (αρσ. επίθ και ουσ)
testimonianza (θηλ.ουσ)
testimoniare (ρ. μτβ.)
testina (θηλ.ουσ)
testista (ουσ αρσ και θηλ.)
testo (ουσ αρσ )
testolina (θηλ.ουσ)
testone (ουσ αρσ )
testosterone (ουσ αρσ )
testuale (επίθ.)
testualmente (επίρ.)
testuggine (θηλ.ουσ)
testurizzazione (θηλ.ουσ)
teta (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---