Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


testóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tesˈtone]

1 ξερό κεφάλι
2 κεφάλας
3 κεφάλα
4 ξεροκέφαλος άνθρωπος
5 βλάκας
6 χοντροκέφαλος
7 μπουζουκοκέφαλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  testolina testosterone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

testimoniare (ρ. μτβ.)
testina (θηλ.ουσ)
testista (ουσ αρσ και θηλ.)
testo (ουσ αρσ )
testolina (θηλ.ουσ)
testone (ουσ αρσ )
testosterone (ουσ αρσ )
testuale (επίθ.)
testualmente (επίρ.)
testuggine (θηλ.ουσ)
testurizzazione (θηλ.ουσ)
teta (ουσ αρσ και θηλ.)
tetania (θηλ.ουσ)
tetanico (επίθ.)
tetano (ουσ αρσ )
tête–à–tête (αρσ. επίθ και ουσ)
teti (θηλ.ουσ)
tetide (θηλ.ουσ)
tetraborato (ουσ αρσ )
tetraborico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---