Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tête–à–tête  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,tɛtaˈtɛt]

1 πρόσωπο με πρόσωπο
2 προσωπική συζήτηση
3 ιδιαίτερη συζήτηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tetano teti  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

testurizzazione (θηλ.ουσ)
teta (ουσ αρσ και θηλ.)
tetania (θηλ.ουσ)
tetanico (επίθ.)
tetano (ουσ αρσ )
tête–à–tête (αρσ. επίθ και ουσ)
teti (θηλ.ουσ)
tetide (θηλ.ουσ)
tetraborato (ουσ αρσ )
tetraborico (επίθ.)
tetraciclina (θηλ.ουσ)
tetraclorometano (ουσ αρσ )
tetracloruro (ουσ αρσ )
tetracordo (ουσ αρσ )
tetracromia (θηλ.ουσ)
tetradattilo (επίθ.)
tetrade (θηλ.ουσ)
tetradimensionale (επίθ.)
tetradramma (ουσ αρσ )
tetraedrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---