Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tetracromìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tetrakroˈmia]

τετραχρωμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tetracordo tetradattilo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tetraborico (επίθ.)
tetraciclina (θηλ.ουσ)
tetraclorometano (ουσ αρσ )
tetracloruro (ουσ αρσ )
tetracordo (ουσ αρσ )
tetracromia (θηλ.ουσ)
tetradattilo (επίθ.)
tetrade (θηλ.ουσ)
tetradimensionale (επίθ.)
tetradramma (ουσ αρσ )
tetraedrico (επίθ.)
tetraedro (ουσ αρσ )
tetraetile (ουσ αρσ )
tetrafluoruro (ουσ αρσ )
tetraggine (θηλ.ουσ)
tetragonale (επίθ.)
tetragono (ουσ αρσ )
tetragono (επίθ.)
tetragramma (ουσ αρσ )
tetralina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---