Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtetràgono
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [teˈtragono] τετράγωνο tetràgono επίθετο Προσφορά I.P.A.: [teˈtragono] 1 σταθερός 2 ακλόνητος 3 τετράγωνος 4 απτόητος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |