Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tetràggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [teˈtradʤine]

1 σκοτάδι βαθύ
2 κατάθλιψη
3 τρισκόταδο
4 σκοτεινιά
5 ζόφος
6 ζοφερότητα
7 έρεβος
8 βαθιά μελαγχολία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tetrafluoruro tetragonale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tetradramma (ουσ αρσ )
tetraedrico (επίθ.)
tetraedro (ουσ αρσ )
tetraetile (ουσ αρσ )
tetrafluoruro (ουσ αρσ )
tetraggine (θηλ.ουσ)
tetragonale (επίθ.)
tetragono (ουσ αρσ )
tetragono (επίθ.)
tetragramma (ουσ αρσ )
tetralina (θηλ.ουσ)
tetralogia (θηλ.ουσ)
tetramente (επίρ.)
tetramero (επίθ.)
tetrametro (ουσ αρσ )
tetraone (ουσ αρσ )
tetrapak (ουσ αρσ )
tetrarca (ουσ αρσ )
tetrarcato (ουσ αρσ )
tetrarchia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---