ItalianoGreco


tèssile  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛssile]

1 υφαντό
2 ύφασμα
3 εργάτης υφαντουργίας

tèssile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛssile]

ο της υφαντουργίας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---