Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tèssile  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛssile]

1 υφαντό
2 ύφασμα
3 εργάτης υφαντουργίας

tèssile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛssile]

ο της υφαντουργίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tesserino tessitore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tesserare (ρ. μτβ.)
tesserarsi (ρ.μ. (αντων.))
tesserato (αρσ. επίθ και ουσ)
tessere (ρ. μτβ.)
tesserino (ουσ αρσ )
tessile (ουσ αρσ και θηλ.)
tessile (επίθ.)
tessitore (ουσ αρσ )
tessitura (θηλ.ουσ)
tessutale (επίθ.)
tessuto (ουσ αρσ )
test (ουσ αρσ )
testa (θηλ.ουσ)
testaceo (επίθ.)
testamentario (επίθ.)
testamento (ουσ αρσ )
testante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
testardaggine (θηλ.ουσ)
testardamente (επίρ.)
testardo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---