Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tesòro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [teˈzɔro]

ο θησαυρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tesoriere Tespi  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


caccia [θηλ.] al tesoro = το κυνήγι του θησαυρού


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tesina (θηλ.ουσ)
tesmoforie (θηλ.ουσ)
teso (επίθ.)
tesoreria (θηλ.ουσ)
tesoriere (ουσ αρσ )
tesoro (ουσ αρσ )
Tespi (κύρ.όν. αρσ.)
Tessaglia (θηλ.ουσ)
tessalico (αρσ. επίθ και ουσ)
tessalo (ουσ αρσ )
tessalo (επίθ.)
tessera (θηλ.ουσ)
tesseramento (ουσ αρσ )
tesserare (ρ. μτβ.)
tesserarsi (ρ.μ. (αντων.))
tesserato (αρσ. επίθ και ουσ)
tessere (ρ. μτβ.)
tesserino (ουσ αρσ )
tessile (ουσ αρσ και θηλ.)
tessile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---