Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtesòro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [teˈzɔro] ο θησαυρός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcaccia [θηλ.] al tesoro = το κυνήγι του θησαυρού Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |