Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tésa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtesa]

1 γείσο κράνους
2 άπλωμα διχτυών
3 γείσο καπέλου
4 μπορ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  terzuolo tesafili  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

terzo (ουσ αρσ )
terzo (επίθ.)
terzogenito (αρσ. επίθ και ουσ)
terzultimo (επίθ.)
terzuolo (ουσ αρσ )
tesa (θηλ.ουσ)
tesafili (ουσ αρσ )
tesaggio (ουσ αρσ )
tesare (ρ. μτβ.)
tesata (θηλ.ουσ)
tesatura (θηλ.ουσ)
tesaurizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tesaurizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
tesaurizzazione (θηλ.ουσ)
teschio (ουσ αρσ )
Teseo (κύρ.όν. αρσ.)
tesi (θηλ.ουσ)
tesina (θηλ.ουσ)
tesmoforie (θηλ.ουσ)
teso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---