Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόterritorialità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [territorjaliˈta] 1 επίμονη προσήλωση σε περιοχή 2 δικαιοδοσία (επί του συνόλου της επικρατείας) 3 εδαφικό στάτους 4 τοπικισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |