Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


terrìfico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [terˈrifiko]

1 φοβερός
2 τρομακτικός
3 που προκαλεί τρόμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  terrificare terrigeno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

terricolo (αρσ. επίθ και ουσ)
terrier (ουσ αρσ )
terriero (αρσ. επίθ και ουσ)
terrificante (επίθ.)
terrificare (ρ. μτβ.)
terrifico (επίθ.)
terrigeno (επίθ.)
terrigno (επίθ.)
terrina (θηλ.ουσ)
territoriale (αρσ. επίθ και ουσ)
territorialità (θηλ.ουσ)
territorio (ουσ αρσ )
terrone (ουσ αρσ )
terrore (ουσ αρσ )
terrorismo (ουσ αρσ )
terrorista (ουσ αρσ και θηλ.)
terroristico (επίθ.)
terrorizzare (ρ. μτβ.)
terrorizzato (επίθ.)
terroso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---