Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόterrìfico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [terˈrifiko] 1 φοβερός 2 τρομακτικός 3 που προκαλεί τρόμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |