Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


terrièro  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [terˈrjɛro]

κτηματικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  terrier terrificante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

terribilmente (επίρ.)
terricciato (ουσ αρσ )
terriccio (ουσ αρσ )
terricolo (αρσ. επίθ και ουσ)
terrier (ουσ αρσ )
terriero (αρσ. επίθ και ουσ)
terrificante (επίθ.)
terrificare (ρ. μτβ.)
terrifico (επίθ.)
terrigeno (επίθ.)
terrigno (επίθ.)
terrina (θηλ.ουσ)
territoriale (αρσ. επίθ και ουσ)
territorialità (θηλ.ουσ)
territorio (ουσ αρσ )
terrone (ουσ αρσ )
terrore (ουσ αρσ )
terrorismo (ουσ αρσ )
terrorista (ουσ αρσ και θηλ.)
terroristico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---