Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


terrìccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [terˈritʧo]

1 παχύ χώμα
2 καστανόχωμα
3 χώμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  terricciato terricolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

terrestre (επίθ.)
terribile (επίθ.)
terribilità (θηλ.ουσ)
terribilmente (επίρ.)
terricciato (ουσ αρσ )
terriccio (ουσ αρσ )
terricolo (αρσ. επίθ και ουσ)
terrier (ουσ αρσ )
terriero (αρσ. επίθ και ουσ)
terrificante (επίθ.)
terrificare (ρ. μτβ.)
terrifico (επίθ.)
terrigeno (επίθ.)
terrigno (επίθ.)
terrina (θηλ.ουσ)
territoriale (αρσ. επίθ και ουσ)
territorialità (θηλ.ουσ)
territorio (ουσ αρσ )
terrone (ουσ αρσ )
terrore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---