Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόterrazzàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [terratˈtsano] 1 χωριάτης 2 κάτοικος χωριού 3 κάτοικος κωμόπολης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |