Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόterréno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [terˈreno] 1 το οικόπεδο, το χωράφι 2 (suolo) το γήπεδο terréno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [terˈreno] 1 γήινος 2 υλιστικός 3 εγκόσμιος 4 επίγειος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpiano [αρσ.] terreno = το ισόγειο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |