Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


terràzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [terˈrattso]

το μπαλκόνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  terrazzino terremotato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

terrazzano (ουσ αρσ )
terrazzare (ρ. μτβ.)
terrazzato (επίθ.)
terrazziere (ουσ αρσ )
terrazzino (ουσ αρσ )
terrazzo (ουσ αρσ )
terremotato (αρσ. επίθ και ουσ)
terremoto (ουσ αρσ )
terreno (ουσ αρσ )
terreno (επίθ.)
terreo (επίθ.)
terre rare (θηλ. ουσ πληθ.)
terrestre (ουσ αρσ και θηλ.)
terrestre (επίθ.)
terribile (επίθ.)
terribilità (θηλ.ουσ)
terribilmente (επίρ.)
terricciato (ουσ αρσ )
terriccio (ουσ αρσ )
terricolo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---