Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vituperàre (ρ. μτβ.) vìvere (ρ.αμτβ.)
vituperatìvo (επίθ.) vìveri (ουσ αρσ πληθ.)
vituperatóre (αρσ. επίθ και ουσ) vivèrra (θηλ.ουσ)
vituperévole (επίθ.) viverrìcola (θηλ.ουσ)
vituperevolménte (επίρ.) viveur (ουσ αρσ )
vitupèrio (ουσ αρσ ) vivézza (θηλ.ουσ)
vituperóso (επίθ.) Viviàna (κύρ.όν. θηλ.)
viùzza (θηλ.ουσ) vivìbile (επίθ.)
vìva (επιφ.) vìvido (επίθ.)
vivacchiàre (ρ.αμτβ.) vivificàre (ρ. μτβ.)
vivàce (επίθ.) vivificatìvo (επίθ.)
vivaceménte (επίρ.) vivificatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
vivacità (θηλ.ουσ) vivificazióne (θηλ.ουσ)
vivacizzàre (ρ. μτβ.) vivìfico (επίθ.)
vivaddìo (επιφ.) vivinatalità (θηλ.ουσ)
vivàgno (ουσ αρσ ) viviparità (θηλ.ουσ)
vivàio (ουσ αρσ ) vivìparo (ουσ αρσ )
vivaìsta (ουσ αρσ και θηλ.) vivìparo (επίθ.)
vivaìstico (επίθ.) vivisettòrio (επίθ.)
vivaménte (επίρ.) vivisezionàre (ρ. μτβ.)
vivànda (θηλ.ουσ) vivisezióne (θηλ.ουσ)
vivandièra (θηλ.ουσ) vìvo (ουσ αρσ )
vivandière (ουσ αρσ ) vìvo (επίθ.)
vivènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) viziàre (ρ. μτβ.)
vivere (ουσ αρσ ) viziarsi (ρ.μ. (αντων.))

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: