Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


viziàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [vitˈtsjare]

1 κάνω τα χατίρια
2 κακομαθαίνω
3 χαλώ
4 διαφθείρω
5 μπαγιατεύω
6 νοθεύω
7 μιαίνω
8 μολύνω
9 ακυρώνω

viziarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [vitˈtsjarsi]

1 μπαγιατεύω
2 νοθεύομαι
3 κακομαθαίνω
4 διαφθείρομαι
5 χαλώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vivo viziato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vivisettorio (επίθ.)
vivisezionare (ρ. μτβ.)
vivisezione (θηλ.ουσ)
vivo (ουσ αρσ )
vivo (επίθ.)
viziare (ρ. μτβ.)
viziarsi (ρ.μ. (αντων.))
viziato (επίθ.)
vizio (ουσ αρσ )
viziosamente (επίρ.)
viziosità (θηλ.ουσ)
vizioso (αρσ. επίθ και ουσ)
vizzo (επίθ.)
vocabolario (ουσ αρσ )
vocabolarista (ουσ αρσ και θηλ.)
vocabolo (ουσ αρσ )
vocale (θηλ.ουσ)
vocale (επίθ.)
vocalico (επίθ.)
vocalismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---