Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvìvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈvivo] 1 ζωντανό πλάσμα 2 ον vìvo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈvivo] ζωντανός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfarsi vivo = εμφανίζομαι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |