Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vivìparo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [viˈviparo]

ζωοτόκο ζώο

vivìparo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [viˈviparo]

ζωοτόκος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  viviparità vivisettorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vivificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vivificazione (θηλ.ουσ)
vivifico (επίθ.)
vivinatalità (θηλ.ουσ)
viviparità (θηλ.ουσ)
viviparo (ουσ αρσ )
viviparo (επίθ.)
vivisettorio (επίθ.)
vivisezionare (ρ. μτβ.)
vivisezione (θηλ.ουσ)
vivo (ουσ αρσ )
vivo (επίθ.)
viziare (ρ. μτβ.)
viziarsi (ρ.μ. (αντων.))
viziato (επίθ.)
vizio (ουσ αρσ )
viziosamente (επίρ.)
viziosità (θηλ.ουσ)
vizioso (αρσ. επίθ και ουσ)
vizzo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---