ItalianoGreco


vizióso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [vitˈtsjoso], [vitˈtsjozo]

1 εσφαλμένος
2 έκφυλος
3 σαπρός
4 βιτσιόζος
5 σκάρτος
6 ελαττωματικός
7 διεφθαρμένος
8 ακόλαστος
9 διεστραμμένος
10 ανήθικος
11 κολασμένος
12 χαλασμένος
13 φαύλος
14 αμαρτωλός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


circolo [αρσ.] vizioso = ο φαύλος κύκλος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---