Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vìttima (θηλ.ουσ) vivacità (θηλ.ουσ)
vittimìsmo (ουσ αρσ ) vivacizzàre (ρ. μτβ.)
vittimìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) vivaddìo (επιφ.)
vittimìstico (επίθ.) vivàgno (ουσ αρσ )
vittimizzàre (ρ. μτβ.) vivàio (ουσ αρσ )
vittimizzazióne (θηλ.ουσ) vivaìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
vìtto (ουσ αρσ ) vivaìstico (επίθ.)
vittòria (θηλ.ουσ) vivaménte (επίρ.)
vittoriàno (επίθ.) vivànda (θηλ.ουσ)
Vittòrio (κύρ.όν. αρσ.) vivandièra (θηλ.ουσ)
vittoriosaménte (επίρ.) vivandière (ουσ αρσ )
vittorióso (επίθ.) vivènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
vituperàbile (επίθ.) vivere (ουσ αρσ )
vituperàre (ρ. μτβ.) vìvere (ρ.αμτβ.)
vituperatìvo (επίθ.) vìveri (ουσ αρσ πληθ.)
vituperatóre (αρσ. επίθ και ουσ) vivèrra (θηλ.ουσ)
vituperévole (επίθ.) viverrìcola (θηλ.ουσ)
vituperevolménte (επίρ.) viveur (ουσ αρσ )
vitupèrio (ουσ αρσ ) vivézza (θηλ.ουσ)
vituperóso (επίθ.) Viviàna (κύρ.όν. θηλ.)
viùzza (θηλ.ουσ) vivìbile (επίθ.)
vìva (επιφ.) vìvido (επίθ.)
vivacchiàre (ρ.αμτβ.) vivificàre (ρ. μτβ.)
vivàce (επίθ.) vivificatìvo (επίθ.)
vivaceménte (επίρ.) vivificatóre (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: