Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

torvaménte (επίρ.) tòssico (επίθ.)
tórvo (επίθ.) tossicodipendènte (ουσ αρσ και θηλ.)
tósa (θηλ.ουσ) tossicodipendènza (θηλ.ουσ)
tosaèrba (ουσ αρσ ) tossicofobìa (θηλ.ουσ)
tosàre (ρ. μτβ.) tossicologìa (θηλ.ουσ)
tosasièpi (ουσ αρσ ) tossicològico (επίθ.)
tosatóre (αρσ. επίθ και ουσ) tossicòlogo (ουσ αρσ )
tosatrìce (θηλ.ουσ) tossicòmane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
tosatùra (θηλ.ουσ) tossicomanìa (θηλ.ουσ)
toscàna (θηλ.ουσ) tossicòsi (θηλ.ουσ)
toscanaménte (επίρ.) tossiemìa (θηλ.ουσ)
toscaneggiànte (επίθ.) tossìfugo (επίθ.)
toscaneggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) tossìna (θηλ.ουσ)
toscanìsmo (ουσ αρσ ) tossinfettìvo (επίθ.)
toscanità (θηλ.ουσ) tossinfezióne (θηλ.ουσ)
toscanizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) tossìre (ρ.αμτβ.)
toscàno (ουσ αρσ ) tostacaffè (ουσ αρσ )
toscàno (επίθ.) tostapàne (ουσ αρσ )
tòsco, tósco (ουσ αρσ ) tostàre (ρ. μτβ.)
tòsco, tósco (επίθ.) tostàto (επίθ.)
tosóne (ουσ αρσ ) tostatrìce (θηλ.ουσ)
tósse (θηλ.ουσ) tostatùra (θηλ.ουσ)
tossicchiàre (ρ.αμτβ.) tostìno (ουσ αρσ )
tossicità (θηλ.ουσ) tòsto (ουσ αρσ )
tòssico (ουσ αρσ ) tòsto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: