Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tossicòsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tossiˈkɔzi]

1 τοξίκωση
2 δηλητηρίαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tossicomania tossiemia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tossicologia (θηλ.ουσ)
tossicologico (επίθ.)
tossicologo (ουσ αρσ )
tossicomane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
tossicomania (θηλ.ουσ)
tossicosi (θηλ.ουσ)
tossiemia (θηλ.ουσ)
tossifugo (επίθ.)
tossina (θηλ.ουσ)
tossinfettivo (επίθ.)
tossinfezione (θηλ.ουσ)
tossire (ρ.αμτβ.)
tostacaffè (ουσ αρσ )
tostapane (ουσ αρσ )
tostare (ρ. μτβ.)
tostato (επίθ.)
tostatrice (θηλ.ουσ)
tostatura (θηλ.ουσ)
tostino (ουσ αρσ )
tosto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---