Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtossinfezióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [tossinfetˈtsjone] 1 ασθένεια με τοξική εκδήλωση 2 μόλυνση 3 λοίμωξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |