Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtossicofobìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [tossikofoˈbia] 1 παθολογικός φόβος δηλητηρίασης 2 τοξικοφοβία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |