Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtòssico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔssiko] δηλητήριο tòssico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔssiko] 1 τοξικός 2 δηλητηριώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |