Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtòsco, tósco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔsko], [ˈtosko] κάτοικος Τοσκάνης tòsco, tósco επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈtɔsko], [ˈtosko] ο της Τοσκάνης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |