Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtoscàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tosˈkano] 1 γλώσσα Τοσκάνης 2 πούρο Τοσκάνης 3 κάτοικος Τοσκάνης 4 τοσκάνικα toscàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [tosˈkano] ο της Τοσκάνης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |