Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


toscaneggiànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [toskanedˈʤante]

1 που μιλά με τη διάλεκτο της Τοσκάνης
2 ο του ιδιώματος της Τοσκάνης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  toscanamente toscaneggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tosatore (αρσ. επίθ και ουσ)
tosatrice (θηλ.ουσ)
tosatura (θηλ.ουσ)
toscana (θηλ.ουσ)
toscanamente (επίρ.)
toscaneggiante (επίθ.)
toscaneggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
toscanismo (ουσ αρσ )
toscanità (θηλ.ουσ)
toscanizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
toscano (ουσ αρσ )
toscano (επίθ.)
tosco (ουσ αρσ )
tosco (επίθ.)
tosone (ουσ αρσ )
tosse (θηλ.ουσ)
tossicchiare (ρ.αμτβ.)
tossicità (θηλ.ουσ)
tossico (ουσ αρσ )
tossico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---