Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtoscanìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [toskaˈnizmo] 1 διάλεκτος Τοσκάνης 2 τοσκάνικα 3 γλώσσα Τοσκάνης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |