Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pùgna (θηλ.ουσ) pulimentatóre (ουσ αρσ )
pugnàce (επίθ.) pulimentazióne (θηλ.ουσ)
pugnaceménte (επίρ.) puliménto (ουσ αρσ )
pugnalàre (ρ. μτβ.) pulìre (ρ. μτβ.)
pugnalàta (θηλ.ουσ) pulirsi (ρ.μ. (αντων.))
pugnalatóre (ουσ αρσ ) pulisciorécchi (ουσ αρσ )
pugnàle (ουσ αρσ ) puliscipénne (ουσ αρσ )
pugnàre (ρ.αμτβ.) puliscipièdi (ουσ αρσ )
pùgno (ουσ αρσ ) pulisciscàrpe (ουσ αρσ )
puh (επιφ.) pulìta (θηλ.ουσ)
pùla (θηλ.ουσ) pulitaménte (επίρ.)
pùlce (θηλ.ουσ) pulitézza (θηλ.ουσ)
pulcesécca (θηλ.ουσ) pulìto (επίθ.)
pulciàio (ουσ αρσ ) pulitóre (ουσ αρσ )
pulcinàio (ουσ αρσ ) pulitrìce (θηλ.ουσ)
pulcinèlla (ουσ αρσ ) pulitùra (θηλ.ουσ)
pulcinellàta (θηλ.ουσ) pulizìa (θηλ.ουσ)
pulcìno (ουσ αρσ ) pùllman (ουσ αρσ )
pulcióso (επίθ.) pullòver (ουσ αρσ )
pulédra (θηλ.ουσ) pullulàre (ρ.αμτβ.)
pulédro (ουσ αρσ ) pulmìno (ουσ αρσ )
puléggia (θηλ.ουσ) pulóne (ουσ αρσ )
pùlica (θηλ.ουσ) pulpìte (θηλ.ουσ)
pulicària (θηλ.ουσ) pùlpito (ουσ αρσ )
pulimentàre (ρ. μτβ.) pulsànte (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: