Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pùlpito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpulpito]

ο άμβωνας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pulpite pulsante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pullover (ουσ αρσ )
pullulare (ρ.αμτβ.)
pulmino (ουσ αρσ )
pulone (ουσ αρσ )
pulpite (θηλ.ουσ)
pulpito (ουσ αρσ )
pulsante (ουσ αρσ )
pulsantiera (θηλ.ουσ)
pulsar (θηλ.ουσ)
pulsare (ρ.αμτβ.)
pulsatile (επίθ.)
pulsatilla (θηλ.ουσ)
pulsazione (θηλ.ουσ)
pulsimetro (ουσ αρσ )
pulsione (θηλ.ουσ)
pulsivo (επίθ.)
pulsometro (ουσ αρσ )
pulsoreattore (ουσ αρσ )
pulvino (ουσ αρσ )
pulviscolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---